- τσιμινιέρα
- η дымовая труба
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τσιμινιέρα — και τζιμινιέρα, η, Ν καπνοδόχος εργοστασίου ή πλοίου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. ciminiera «καπνοδόχος» < λατ. caminus < κάμινος] … Dictionary of Greek
τσιμινιέρα — η (λ. ιταλ.) 1. η καπνοδόχος των πλοίων, καμινάδα, φουγάρο. 2. κάθε καπνοδόχος (σπιτιού, εργοστασίου κτλ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
τσιμιά — και τσιμινιά, η, Ν τζάκι. [ΕΤΥΜΟΛ. < τσιμινιέρα, κατά το γωνιά «τζάκι»] … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Μουσική — ΑΡΧΑΙΑ ΛΥΡΙΚΗ ΠΟΙΗΣΗ Είναι γνωστό ότι η καταγωγική περιοχή της αρχαίας ελληνικής ποίησης βρίσκεται στις θρησκευτικές τελετουργίες. Ωστόσο, το κύριο σώμα της λυρικής ποίησης χαρακτηρίζεται από έναν ανεξάρτητο χαρακτήρα την εποχή κατά την οποία… … Dictionary of Greek
φουγάρο — το (λ. ιταλ.) 1. καπνοδόχος και μάλιστα πλοίου ή εργοστασίου, καμινάδα, τσιμινιέρα. 2. μτφ., μανιώδης καπνιστής: Είναι φουγάρο· καπνίζει τρία πακέτα τσιγάρα την ημέρα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)